Φ. Τσιμπιρίδου (επιμ.) «Ατελιέ Αντι-ξενάγησης στις γειτονιές της Θεσσαλονίκης» (Μη χρηματοδοτούμενο ερευνητικό πρόγραμμα δημόσιας ανθρωπολογίας και αποαποικιακής μεθοδολογίας 2022 -…….)

Από το φθινόπωρο του 2022, στο Εργαστήριο/Πολιτισμός-Σύνορα-Φύλο με την επιμέλεια της Φ. Τσιμπιρίδου και τη σύσταση μιας ερευνητικής ομάδας που αποτελείται από: Αρετή Κονδυλίδου, κοινωνική ανθρωπολόγος/θεατρολόγος, ΥΠΠΟ, Χριστίνα Γκρομπάλλι, Μεταπτυχιακή φοιτήτρια, Τμήμα ΒΣΑΣ, ΠΑΜΑΚ, Γεωργία Ρήνα, μεταδιδακτορική ερευνήτρια τμήματος ΒΣΑΣ, ΠΑΜΑΚ, Νίκος Μανώλας, υπ. διδ. Ανθρωπολογίας, Τμήμα ΒΣΑΣ, ΠΑΜΑΚ, Θέμης Βαλασιάδης, υπ. διδ. ιστορίας, τμήμα ΒΣΑΣ, ΠΑΜΑΚ, Δημήτρης Καταϊφτσής, Εξωτερικός συνεργάτης – διδάσκων ανθρωπολογίας, Τμήμα ΒΣΑΣ, ΠΑΜΑΚ, Αναστασία Μητροπάνου, υπ. διδ. Ανθρωπολογίας, Τμήμα ΒΣΑΣ, ΠΑΜΑΚ & Ευτυχία Καρύδα, μεταπτυχιακή φοιτήτρια, Τμήμα ΒΣΑΣ, ΠΑΜΑΚ. Οπτικοακουστική επιμέλεια: Λουκάς Ευστρατίου, Χριστίνα Γραμματικοπούλου, Ερευνήτρια/Διδάσκουσα, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας ξεκίνησε ένα ερευνητικό μη χρηματοδοτούμενο πρόγραμμα Δημόσιας Ανθρωπολογίας στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Με στόχο την πραγματοποίηση διδασκαλίας και έρευνας στο πεδίο, από κοινού και εκτός των τειχών της πανεπιστημιακής κοινότητας, πραγματοποιούνται δράσεις αντι-ξενάγησης οι οποίες βασίζονται σε εθνογραφική και αρχειακή έρευνα, τη συνεργασία με όρους ατελιέ και τη χρήση αποαποικιακών μεθοδολογιών στην κλίματα της γειτονιάς. Η ‘γειτονιά’, ως υποσύνολο του αστικού χώρου, αποτέλεσε σημαντική κατηγορία κοινωνιολογικής ανάλυσης της μετανάστευσης και της προσφυγιάς ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα. Το 1925, κυκλοφόρησε το κλασικό πια έργο των Park and Burgess (The city. Chicago: University of Chicago Press, 2019), ιδρυτών της Σχολής του Σικάγου, συνδέοντας τις μεταναστεύσεις αφρο-αμερικανών και ισπανόφωνων μεταναστών στις πόλεις του αμερικανικού Βορρά με τη δημιουργία των λεγόμενων ‘εθνοτικών γειτονιών’(ethnic neighbourhoods). Η αντίληψη αυτή ταυτίστηκε και με μια αντιμετώπιση της προσφυγικής γειτονιάς ως θύλακα αντίστασης σε πολιτικές αφομοίωσης και ενσωμάτωσης, ενώ σε πολλές περιπτώσεις οι εθνοτικές γειτονιές ταυτίστηκαν με τα γκέτο. Με το τέλος της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, όταν η Ανθρωπολογία επιστρέφει σπίτι της, εν προκειμένω στο μεσογειακό περιβάλλον της Ευρώπης, και διστακτικά στην αρχή περιλαμβάνει τη μελέτη του αστικού χώρου, εστιάζει στις γειτονιές, αναδεικνύοντας, παρά το οξύμωρο των προθέσεων, τον τόπο ως σημαίνον κοινωνικοποίησης και συγκρότησης του έμφυλου εαυτού, της πολιτειότητας και της διαχείρισης της ατομικής και συλλογικής μνήμης. Αυτή η επί του πεδίου συμμετοχική παρατήρηση συνέβαλε μεθοδολογικά στην πολυεδρική και πολυδυναμική διάσταση της γειτονιάς για την παραγωγή γνώσης και πολιτικής. Στην Ελλάδα η προσφυγιά του 1922 επέτεινε τις εθνοτικές διαιρέσεις απόκλισης από το εθνικό πρότυπο, όχι μόνο για λόγους γλωσσικής ή θρησκευτικής διαφοράς, όπως συνέβη χαρακτηριστικά στη Θεσσαλονίκη μεταξύ Εβραίων και προσφύγων, αλλά και για λόγους ταξικής και περιφερειακής συνθήκης. Μετά τη ‘Μικρασιατική καταστροφή’ του 1922 και την αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών με βάση τη συνθήκη της Λωζάννης (1923), οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν διευρυμένα στην ύπαιθρο του βορειοελλαδικού χώρου, στην Αθήνα και τον Πειραιά αλλά και στο αστικό περιβάλλον εντός/εκτός των τειχών της Θεσσαλονίκης, επηρεάζουν καθοριστικά την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας. Η πρώτη εθνογραφική έρευνα για τους «Κληρονόμους της Μικρασιατικής Καταστροφής», έγινε στην Κοκκινιά, μια ‘προσφυγική γειτονιά’ του Πειραιά από την ανθρωπολόγο Renée Hirschon κατά τη δεκαετία του 1970 (Κληρονόμοι της Μικρασιατικής καταστροφής: η κοινωνική ζωή των Μικρασιατών προσφύγων στον Πειραιά. MIET, Aθήνα, 2004). Στην Θεσσαλονίκη η σχέση μας με τους άλλους/ξένους/κατατρεγμένους έχει διαχρονικά περάσει μέσα από διαπροσωπικές μικρές ιστορίες, καθημερινά μικρά πράγματα, υλικότητες, τραύματα και απολαύσεις, αναμνήσεις και εμπειρίες που δεν ενδιέφεραν τα μεγάλα αφηγήματα της εθνικής μνήμης και δεν αποτυπώνονται στα εθνικά ιστορικά και αρχαιολογικά μουσεία της πόλης μας. Στα πλαίσια του προσανατολισμού των σεμιναριακών και άλλων δράσεων Δημόσιας Ανθρωπολογίας από το Εργαστήριο/Πολιτισμός-Σύνορα-Φύλο, το πρώτο Ατελιέ Αντι-ξενάγησης πραγματοποιήθηκε και καταγράφηκε οπτικοακουστικά το Σεπτέμβριο του 2023 Anti-Tour : Pilgrimage to the neighborhoods of the absent…   https://youtu.be/xggSkMYXglI

Έκτοτε με διαφορετικές ευκαιρίες επί του πρότζεκτ, πραγματοποιούνται αλλεπάλληλες παρουσιάσεις, αναστοχασμοί και ανατροφοδοτήσεις με διαφορετικά κοινά. Με στόχο το παρόν να αποτελέσει μεθοδολογικό παράδειγμα και περαιτέρω ατελιέ αντι-ξεναγήσεων στις γειτονιές της πόλης, διερευνούμε πως εν προκειμένω η προσκυνηματική περιφορά αποτελεί αποαποικιακή μεθοδολογία αντι-ξενάγησης στις γειτονιές της Άνω Πόλης αλλά και τις δυνατότητες άλλες από τα κάτω κατηγορίες να αποτελέσουν έννοιες/κλειδιά για άλλες γειτονιές. Εστιάζοντας στην επιτέλεση, τις υλικότητες και τα υπεξούσια σώματα δεν δίνουμε μόνο ορατότητα και φωνή σε ός@ ούτως ή άλλως δεν μπορούν να μιλήσουν, αλλά αναδεικνύουμε τις δυνατότητες αποκατάστασης μη εθνικά κυρίαρχων αφηγήσεων και αντιστροφή/αποκατάσταση της σοφίας και της φρόνησης από τα κάτω, καθημερινές πρακτικές που αντιμετωπίζουν το παρελθόν ως ιστορία του παρόντος και προσδοκούν στη σημασία βιωμάτων ενός πιο συμπεριληπτικού μέλλοντος.

Πιο συγκεκριμένα, στα πλαίσια ενός Θερινού Σχολείου σε συνεργασία με ξένα πανεπιστήμια και τη Γαλλική Σχολή Αθηνών με θέμα Religion and Politics. Between res publica and private practices (Σεπτέμβριος 2023), η συμμετοχή ως σύμπραξη του Εργαστηρίου/Πολιτισμός- Σύνορα-Φύλο (ΒΣΑΣ – ΠΑΜΑΚ) περιελάμβανε μεταξύ άλλων ένα ατελιέ αντι-ξενάγησης, εντός και εκτός των Ανατολικών Τειχών της πόλης.

Στο ατελιέ αντι-ξενάγησης ομάδα ερευνητ(ρι)ών από τη σκοπιά της Ανθρωπολογίας, καθώς επιχειρεί μεθοδολογικά αποαποικιακά ανοίγματα έρευνας, αφηγηματικότητας, γραφής και διάδρασης με/στις γειτονιές της πόλης, αποσκοπεί παράλληλα και στην ανάδειξη μιας ενδοαναστοχαστικής ματιάς στην αντι-ξενάγηση και ως συνεργασίας μεταξύ μας.

Η αντι-ξενάγηση που ξεκίνησε από τις γειτονιές της Άνω Πόλης και κατέληξε στο εβραϊκό μνημείο του ΑΠΘ, έφερε τα χαρακτηριστικά προσκυνηματικής περιφοράς στις γειτονιές των υπεξούσιων, των απόντων, των ξεχασμένων από τις ηγεμονικές εθνικές αφηγήσεις του κυρίαρχου ελληνικού κράτους στο δημόσιο βορειοελλαδικό χώρο, από το 1912 και μετά. Εγγραφήκαμε στην τροπικότητα ενός επιταφίου που ακόμη και σήμερα περιφέρεται σε αυτές τις γειτονιές, περιλαμβάνοντας στάσεις, αφηγήσεις και επιτελεστικές μαρτυρίες σε εκκλησιές, τουρμπέδες, λουτρά, νεκροταφεία, παράξενα και περιθωριακά κτίσματα κ.ά. Οι ιεροί αυτοί τόποι ωθημένοι στη συλλογική λήθη, απέκτησαν ορατότητα/ζωή μέσα από αφηγήσεις και επιτελέσεις για χαρισματικούς Άγιους και Δερβίσηδες, καθημερινές γυναίκες και υπεξούσια σώματα, ευλογημένες υλικότητες και άλλα πλάσματα, του κόσμου των νεκρών και των αλλόκοτων, εντός/εκτός των τειχών. Χρησιμοποιώντας τις αποαποικιακές μεθοδολογίες που ιχνηλατούν υλικότητες, ταπεινά σώματα και λαϊκή φαντασία στη συγκυρία, προσπαθήσαμε να υπονομεύσουμε επιτελεστικά τα αφηγήματα γραμμικής χρονικότητας στην ιστορία της πόλης. Στοχεύοντας στην ανάδειξη της θρησκευτικότητας πέρα από τα όρια μιας ενδεδειγμένης ορθοπραξίας (διαθρησκευτικές μαρτυρίες), επιμείναμε στις συναρθρώσεις υλικοτήτων και υπεξούσιων σωμάτων. Εγγραφήκαμε στο παλίμψηστο χωροπαραστατικών αφηγήσεων σε διαφορετικά χωροχρονικά συγκείμενα, μέσα από επιτελεστικές πρακτικές που ανέδειξαν πτυχές του προσκυνήματος στα σημεία/μνημεία περιφοράς. Αξιοποιώντας μια πολυαισθητηριακή προσέγγιση, προσπαθήσαμε να παράξουμε γνώση μέσα από διαφορετικές εμπειρίες σωματικότητας και επιτελέσεων όπως δραματουργικές απαγγελίες, ηχοτόπια, απτικότητες, οσμές που θύμιζαν «αυτό που ήταν κάποτε», γεύσεις που επανοηματοδοτούνται σε παρελθοντικές περιστάσεις και χώρους. Μέσα από αυτό το κολάζ (assemblage/rasanblaj) αφηγηματικών πρακτικών, τελετουργικά επιτελεσμένων, επιδιώξαμε όχι μόνο μια αντι- αφήγηση της ιστορίας των γειτονιών της πόλης, αλλά συνομιλώντας με τα άλλα πλάσματα και κόσμους, προσπαθήσαμε να επαναφέρουμε συγκυριακά τη μάγευση στην καθημερινότητα της γειτονιάς.